- γαλουχώ
- γαλουχώ, γαλούχησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
γαλουχώ — ( έω) (AM γαλουχῶ) τρέφω το βρέφος με το γάλα μου, θηλάζω μσν. νεοελλ. παρέχω πνευματική τροφή, μορφώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα + ουχώ < ουχος < έχω] … Dictionary of Greek
γαλουχώ — γαλούχησα, γαλουχήθηκα, γαλουχημένος 1. θηλάζω, βυζαίνω. 2. μτφ., ανατρέφω με ορισμένες αρχές ή ιδέες, μορφώνω: Γαλουχήθηκε με ηθικές αρχές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλουχῶ — γαλουχέω suckle pres subj act 1st sg (attic epic doric) γαλουχέω suckle pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαλούχητος — η, ο [γαλουχώ] 1. αυτός που δεν γαλουχήθηκε, ο αβύζαχτος 2. μτφ. ο αμύητος σε κάτι … Dictionary of Greek
βυζαίνω — και βυζάνω (Μ βυζάνω) 1. (για βρέφος ή νεογνό ζώου) θηλάζω, ρουφάω γάλα από τον μητρικό μαστό 2. (για τη μητέρα ή την τροφό) θηλάζω, γαλουχώ το βρέφος 3. (γενικά) απομυζώ, ρουφώ υγρή ουσία που υπάρχει σε κάποιο σώμα νεοελλ. 1. εκμεταλλεύομαι… … Dictionary of Greek
γαλούχημα — το [γαλουχώ] 1. θηλασμός, βύζαγμα 2. το βρέφος το οποίο θηλάζει … Dictionary of Greek
γαλούχηση — η (Μ γαλούχησις) [γαλουχώ] 1. η παροχή μητρικού γάλακτος 2. η μόρφωση με πνευματική ή ηθική διδασκαλία … Dictionary of Greek
θηλάζω — (Α θηλάζω) 1. παρέχω στο νεογνό τη θηλή για θηλασμό, βυζαίνω, γαλουχώ («η μητέρα θηλάζει το μωρό της») 2. (για νεογνό) ροφώ το γάλα από τη θηλή τού μαστού, βυζαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή. ΠΑΡ. θήλασμα, θηλασμός, θηλάστρια αρχ. θηλαμών νεοελλ.… … Dictionary of Greek
μαστοδοτώ — μαστοδοτῶ, έω (Α) γαλουχώ, θηλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός + δοτῶ (< δότης), πρβλ. λογο δοτώ] … Dictionary of Greek
συνθηλάζω — Μ μτφ. ανατρέφομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θηλάζω «βυζαίνω, γαλουχώ»] … Dictionary of Greek